- καλυστέγια ή καλυστέγη
- (Calystegia). Γένος πολυετών αναρριχητικών ποωδών φυτών, της οικογένειας των κομβολβουλιδών. Έχουν καρδιοειδή ή λογχοειδή φύλλα και χοανώδη κωδωνοειδή άνθη με λευκό ή ρόδινο χρώμα. Τα γνωστότερα είδη είναι η κ. η άγρια, η κ. η oβολοειδής, η κ. η φραγμόφυλλη, που έχει μεγάλα λευκά άνθη και είναι γνωστή στην Ελλάδα με την ονομασία περικοκλάδι, η κ. η κριθοειδής, που είναι βλαβερό παράσιτο για τα σιτηρά, η κ. η σολδανέλλα και η κ. το σκαμμώνιο, η ρίζα της οποίας περιέχει ένα γαλακτώδες υγρό, που όταν αποξηραίνεται δίνει το καθαρτικό φάρμακο σκαμμώνιο. Η κ. φυτρώνει κυρίως σε καλλιεργήσιμα εδάφη, γι’ αυτό και θεωρείται βλαβερή στη γεωργία.
Dictionary of Greek. 2013.